- λοχαγοῦ
- λοχᾱγοῦ , λοχαγέωlead apres imperat mp 2nd sg (attic)λοχᾱγοῦ , λοχαγέωlead aimperf ind mp 2nd sg (attic)λοχᾱγοῦ , λοχαγόςleader of an armed bandmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχαγεύω — [λοχαγός] εκτελώ καθήκοντα λοχαγού, διοικώ λόχο αναπληρώνοντας τον λοχαγό χωρίς να έχω τον βαθμό τού λοχαγού … Dictionary of Greek
υπολοχαγός — ο / ὑπολόχαγος, ΝΑ νεοελλ. στρ. βαθμός αξιωματικού τού στρατού ξηράς αμέσως ανώτερος τού ανθυπολοχαγού και αμέσως κατώτερος τού λοχαγού αρχ. αξιωματικός κατώτερος τού λοχαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + λοχαγός] … Dictionary of Greek
έφεδρος — η, ο (Α ἔφεδρος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης και ιδιαίτερα κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτός που βρίσκεται σε αναμονή για να σπεύσει για βοήθεια αν κινδυνεύσει κάποιο τμήμα τής πρώτης γραμμής, ο… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… … Dictionary of Greek
κτηνίατρος — ο (Μ κτηνίατρος) 1. ειδικός γιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες τών κτηνών, που φροντίζει για την υγεία τών ζώων 2. αξιωματικός τού κτηνιατρικού κλάδου με βαθμό λοχαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἰατρός] … Dictionary of Greek
λοχαγία — λοχαγία, ἡ (Α) [λοχαγός] το αξίωμα, το λειτούργημα, η θέση τού λοχαγού («κατὰ μέρος δὲ αἱ ὑπὸ ταύτας τριηραρχίαι καὶ λοχαγίαι καὶ φυλαρχίαι καὶ ὅσα τούτων μόρια», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
μοίραρχος — ο 1. ναυτ. ανώτερος αξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού, συνήθως πλοίαρχος, ο οποίος διοικεί μία μοίρα στόλου 2. στρ. διοικητής μοίρας πυροβολικού, ο οποίος φέρει συνήθως τον βαθμό τού αντισυνταγματάρχη 3. (σώμ. ασφ.) βαθμός αξιωματικού τής… … Dictionary of Greek
μποϊκοτάζ — (boycottage). Άρνηση μιας κοινωνικής ομάδας να διατηρήσει σχέσεις, συνήθως οικονομικής μορφής, με κάποιο άτομο, επιχείρηση, ομάδα κλπ. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του λοχαγού Τζέιμς Μπόικοτ (Boycott), διαχειριστή των κτημάτων του κόμη του Eρν… … Dictionary of Greek
προέρχομαι — ΝΜΑ έχω την καταγωγή, την αιτία, την αφετηρία ή την πηγή μου σε κάποιον ή σε κάτι, εκπορεύομαι από κάπου (α. «η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» β. «ο υψηλός πυρετός προέρχεται από ίωση» γ. «Θεὸν Λόγον ἐκ Θεοῡ προελθόντα», Μέγ. Βασ.) μσν … Dictionary of Greek